- διαβατόν
- διαβατόςto be crossed: masc acc sgδιαβατόςto be crossed: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
διάβατον — to be crossed neut nom/voc/acc sg διάβᾱτον , διαβαίνω stride aor imperat act 2nd dual (doric) διαβαίνω stride aor ind act 2nd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατόν — διαβατός to be crossed masc acc sg διαβατός to be crossed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρείθρο — το / ῥεῑθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ. β. «ῥέεθρον ἁγνοῡ Στρυμόνος», Αισχύλ. γ. «ἐκτρέψασα τοῡ ποταμοῡ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.) 2. η κοίτη τού ποταμού, η ροή τού ποταμού μέσα… … Dictionary of Greek